[1028] σύν-νοια, ἡ, ion. συννοίη, Nachdenken, Ueberlegung; Her. 1, 88; ἐμοί τοι ἡ ξύννοια βουλεύει πάλαι, Soph. Ant. 279; συννοίῃ ἐχόμενος, Her. 1, 88; εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος, Plat. Rep. IX, 571 d, vgl. Legg. VII, 790 a. Bes. Bedenklichkeit, Sorge, συννοίᾳ δὲ δάπ τομαι κέαρ, Aesch. Prom. 435; σύννοιαν ὄμμασιν φέρων, Eur. Heracl. 382; Plat. def. 415 a wird erkl. σύννοια μετὰ λύπης διάνοια ἄνευ λόγου, die sich nicht ausspricht; ἐπὶ συννοίᾳ βαδίζειν, in Gedanken gehen, Luc. Pisc. 13; ὁ ἐπὶ συννοίας, in Gedanken, Scyth. 6.