[1030] σύν-οικος, in einem Hause oder Lande wohnend; τοιάδε μοι ξύνοικος ἐν δόμοισι μὴ γένοιτο, Aesch. Ch. 999; Suppl. 410; οὐδ' ἡ ξύνοικος τῶν κάτω ϑεῶν Δίκη, Soph. Ant. 447; ἀλλὰ ξύνοικον δέξασϑέ με, Ar. Plut. 1147; Her. 1, 57. 7, 73; γείτονας ὄντας καὶ ξυνοίκους μιᾶς χώρας, Thuc. 4, 64, u. öfter; vgl. Pol. 34, 9, 2; Ggstz von ξένος, Plat. Legg. IX, 880 c u. öfter; auch übertr., ὁ δυςφιλὴς σκότῳ λιμὸς ξύνοικος, Aesch. Ag. 1626; ᾡ τις οὐκ ἔνι κηλὶς κακῶν ξύνοικος, Soph. O. C. 1136; vgl. El. 775; auch in Prosa: ἐνδείᾳ ξύνοικος, Plat. Conv. 203 d; μὴ ἀδικῶν τῷ μεγίστῳ κακῷ ξύνοικος ᾐ, Rep. II, 367 a; ἆρ' ἔτι προςδεῖσϑ' ὑμῖν τὰς μεγίστας ἡδονὰς ξυνοίκους εἶναι, Phil. 63 d.