[878] σῑγάω, fut. σιγήσομαι, Soph. O. C. 113. 984, Eur. Phoen. 915 u. öfter, Ar. Pax 102 u. sonst, – schweigen, nicht von Etwas reden, es nicht mittheilen (vgl. σιωπάω); Hom., der aber nur den imper. σίγα, schweig! still! braucht, Il. 14, 90 Od. 17, 393. 19, 42; bei Folgdn theils intrans., theils c. accus., verschweigen, u. dah. pass.; σιγᾷ οἱ στόμα, Pind. N. 10, 29; σεσιγαμένον χρῆμα, Ol. 9, 103; u. Tragg.: οὔτε σιγᾶν, οὔτε μὴ σιγᾶν τύχας οἷόν τέ μοι τάςδ' ἐστί, Aesch. Prom. 106; σιγᾶν ϑ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια, Ag. 575; σιγᾶν ἄνωγα, Soph. El. 1450; σιγᾶν καὶ κρύπ τειν νόσον, Eur. Hipp. 394; ῥητὸν ἢ σιγώμενον, I. T. 938; τί σεσίγηιαι δόμος Ἀδμήτου; Alc. 79; ἐξ ἐμοῠ γε πάντα σιγηϑήσεται, I. T. 1076; Hipp. 1430; Ar. oft; u. in Prosa: ὁρᾷς, ὅτι σιγᾷς καὶ οὐκ ἔχεις εἰπεῖν, Plat. Apol. 24 d; σιγῶν καὶ ἡσυχίαν ἄγων, 37 e; μηδὲ σιγῶντα, ἀλλὰ ϑορύβου μεστά, Legg. IX, 876 b; οὐδ' εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον σιγηϑήσεται, Ep. II, 310 e; καὶ οἱ λόγοι οεσιγήσονται, 311 b; σιγήσας ἡνίκ' έδει λέγειν, Dem. 18, 189; σεσίγηται τὸ κάλλιστον κήρυγμα, ist verstummt, Aesch. 3, 4; auch = aufhören zu reden; u. bei Sp. überh. aufhören, ruhen, σιγῶσι δ' όίστοί, Tryph. 428.