[885] σῑτο-δοτέω, Getreide geben, mit Getreide versehen, Poll. 6, 36, ἐσιτοδοτοῠντο, Thuc. 4, 39; σιτοδοτούμενοι = σῖτον ἀπομετρούμενοι, B. A. 302; vgl. σιτομετρέω.
Hederich-1770: Sito
Pierer-1857: Sito...
Vollmer-1874: Sito