[886] σῑτο-πομπία, ἡ, = σιτοπομπεία; βουλόμενος τῆς σιτοπομπίας κύριος γενέσϑαι, Dem. 18, 87, vgl. 241. 301; D. Sic. 13, 88.
Hederich-1770: Sito
Pierer-1857: Sito...
Vollmer-1874: Sito