[974] σῡκο-φαντικός, ή, όν, sykophantisch, verleumderisch; Dem. 37, 3, im compar.; τὴν φύσιν συκοφαντικός, Luc. Deor. concil. 2; auch adv., οἱ συκοφαντικῶς ἀκροασόμενοι, hist. conscr. 10.