[1040] σῡρίζω, dor. συρίσδω, att. συρίττω, fut. συρίξω u. besser attisch συρίξομαι, doch findet sich auch συρίσαι, Luc. Harmon. 2, – pfeifen; eigtl. von Schlangen, Zenodot. hinter Ammon.; von der Pfeife, συρίζων ὁ κηροδέτας κάλαμος, Eur. I. T. 1175; φιμοὶ δὲ συρίζουσι, Aesch. Spt. 445; auch σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Prom. 355; συρίζων ποιμνήτας ὑμεναίους, Eur. Alc. 579; auch συριζόντων κατὰ πρύμναν εὐναίων πηδαλίων, I. T. 431; συρίξας, Ar. Plut. 689; ψόφος τις μόνον οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, Plat. Theaet. 203 b, auszischen; δήμου παίγνιον συριττόμενον, Ax. 368, d; ἐξέπιπτες, ἐγὼ δὲ ἐσύριττον, Dem. 18, 265; συρίξομαι, Luc. Nigr. 10; συριττόμενος ὑποκριτής, 8.