[1094] τέρμων, ονος, ὁ, = τέρμα; Aesch. frg. 177; τέρμον' ἀμέμπτως πρὸς ἅπαντα, Suppl. 629; οἷον τέρμονα βίου ἔτλης, Eur. Phoen. 1361; πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω, Med. 276, u. öfter.