[1067] τανταλίζω, wie ταλαντίζω, = τανταλεύω; Hesych. erkl. ἐτανταλίσϑη, ἐσείσϑη, u. intr. ἐταντάλιζεν, ἔτρεμεν. Sprichwörtlich τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται, er wiegt an Vermögen so schwer wie Tantalus, Ar. bei Suid.; vgl. Zenob. 6, 7 Apostol. 18, 14.