[1070] ταρβέω, intrans. erschrecken, furchtsam, bestürzt sein, in Verwirrung gerathen, sich fürchten, scheuen; τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω βασιλῆα στήτην, Il. 1, 331, wo es von ehrerbieriger Scheu gedraucht ist; πάϊς ταρβήσας χαλκόν, 6, 469; πληϑὺν ταρβήσας, 11, 405. 17, 586; gew. absolut, wie 2, 268. 4, 388; neben φοβεῖται, 12, 46; μήτ' ἄρ τι λίην τρέε μήτε τι τάρβει, 21, 288; Ggstz ϑάρσει φρεσί, μηδέ τι τάρβει, 24, 171, vgl. Od. 18, 331; ταρβεῖ προςιόντα, Pind. frg. 76; μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους ϑεούς; Aesch. Prom. 960, vgl. Eum. 407; χρησμοὺς τοὺς ἐμούς τε καὶ Διὸς ταρβεῖν κελεύω, ehren, 684; u. die andern Tragg.; mit folgdm μή, Soph. O. R. 1011, wie Eur. Andr. 185; auch c. inf., ταρβῶ εἰπεῖν τοὺς λόγους ἐλευϑέρους, Bacch. 774; τεταρβηκώς, I. A. 857.