[1099] τετρά-πους, ὁ, ἡ, τετράπουν, τό, gen. ποδος, vierfüßig; Her. 4, 71; Eur. Hec. 1058; τετράπουν μῖμον ἔχων ἐπὶ ϑηρός, Rhes. 256; τετράπουν τὸ γένος αὐτῶν, Plat. Tim. 92 a, u. öfter; λεία, Pol. 1, 25, 7.
Herder-1854: Tetra
Meyers-1905: Tetra
Pierer-1857: Tetra...