[1148] [1148] τριτη-μόριος, 3 Endg., den dritten Theil haltend, ausmachend; τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης, Her. 1, 192.
Pierer-1857: Morĭos