[1151] τρομερός, zitternd; γήρᾳ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν, Eur. Phoen. 310; Herc. Fur. 231; furchtsam, erschrocken, Phoen. 1290 u. öfter; Ar. Av. 951; πόδες, Anacr. 57, 12.