[1154] τροχιλία, ἡ, Rolle, Haspel, Winde, wie τροχαλία, τὴν δ' ἐκ τροχιλίας αὖ κατειλυσπωμένην Ar. Lys. 722; vgl. Ath. XIII, 587 f, τοσαῦτ' εἰπὼν μετά τινος τροχιλίας, wie wir »abhaspeln« sagen.