[1136] τρᾱχύς, ion. u. ep. τρηχύς, rauh, uneben, hart; steinig, felsig; Hom. λίϑος, Il. 3, 308, wie Pind. Ol. 8, 55; ἀκτή, Od. 5, 425; ἀταρπός, 14, 1; Ithaka, 10, 417 u. öfter; Olizon, Il. 2, 717; γῆ, Her. 4, 23; τραχεῖα καὶ χαλεπὴ ὁδός, Plat. Rep. I, 328 e; Ggstz λεῖον, πάϑημα Tim. 63 e; φωνή, 67 c; καὶ λάσιος, Crat. 420 e; τῇ φωνῇ, Xen. An. 2, 6, 9. – Uebtr., hart, heftig, zornig, wild; ὑσμίνη, Hes. Sc. 119; τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο, Pind. I. 3, 35, wie τραχεῖαν ἐγχέων ἀκμάν, P. 1, 10; ἔφεδρος, N. 4, 96, streng; ἅπας δὲ τραχύς, ὅςτις ἂν νέον κρατῇ, Aesch. Prom. 35; εἰ δ' ὧδε τραχεῖς καὶ τεϑηγμένους λόγους ῥίψεις, 311; δικαστής, Ag. 1395; τραχεῖαν ὀργήν, Eur. Med. 447; τὸ τραχὺ τοῦ ἤϑους, im Ggstz von ἥμερον καὶ λεῖον, Plat. Crat. 406 a; ἔρως, Opp. Cyn. 2, 187. – Adv. τραχέως, wie auch das neutr. τραχύ gebraucht wird; τρηχέως περιέπεσϑαι, hart behandelt werden, Her. 5, 1. 81. 7, 211. 8, 18; περισπεῖν, 2, 64; τρηχύτατα περιεφϑῆναι, 8, 27; τραχέως ἔχειν, Isocr. 3, 33; wie Dem. 19, 45, τραχέως δ' ὑμῶν ἐπὶ τῷ μηδὲ προςδοκᾶν σχόντων.