τυμπανο-φορέομαι

[1162] τυμπανο-φορέομαι, Pauken tragen, Clearch. bei Ath. XII, 541 e, μητραγυρτῶν καὶ τυμπανοφορούμενος οἰκτρῶς τὸν βίον κατέστρεψεν.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 1162.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: