[1114] τῑμ-αλφέω, verehren, verherrlichen; ὑπὲρ πολλῶν τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν, Pind. N. 9, 54; μολόντα, Jemandes Ankunft feiern, Aesch. Eum. 15; τοὺς ϑεούς, Ag. 896; ἄνδρα διοςδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενον, Eum. 596; Sp., auch in Prosa, wie Arist. polit. 7, 17, ϑεούς; Phot. erkl. τιμαλφούμενος, τιμὴν εὑρηκώς.