[1268] φημίζω, 1) reden, durchs Gerücht verbreiten; φήμη οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Hes. O. 766; sp. D., wie Qu. Sm. 13, 538. – 2) benennen, ὄνομα φημίζειν Opp. Hal. 5, 476, vgl. 637. – 3) in Worten ausdrücken, aus sprechen; ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch. Ch. 558; so auch im med., μακρὸν δὲ πῆμα ξυντόμως ἐφημίσω Ag. 629; ἣν έφήμισεν πατήρ μοι Eur. I. A. 1356.