[1270] φθαρτικός, verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; μανία ἕξις φϑαρτικὴ ἀληϑοῠς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ κακία φϑαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut.