[1282] φιλο-νεικία, ἡ, Streitsucht, Zanksucht, Wetteifer; πρός τι, in Etwas, Thuc. 1, 41; καὶ ἅμιλλα Plat. Legg. VIII, 834 c; neben φιλοτιμία IX, 860 d; τὸ εἰς τοσοῠτον φιλονεικίας ἐλϑεῖν πρὸς τὴν πόλιν τοὺς ἄλλους Ἕλληνας Menex. 243 d; aber auch φϑόνο υ τε καὶ φιλονεικίας καὶ ἔχϑρας ἐμπίπλασϑαι Lys. 215 d, u. öfter; διὰ φιλονεικίαν ἀγῶνα προελέσϑαι Lycurg. 5; φιλονεικίαν ἐμβάλλειν, ἐμποιεῖν τινι, Wetteifer, Ehrgeiz bei Einem erregen, Xen. Cyr. 7, 1,18. 8, 2,26; Sp., wie Pol. u. A.