[1279] φιλό-δωρος, gern schenkend, freigebig; εὐμενείας Plat. Conv. 197 d; Ggstz von πλεονέκτης, Xen. Mem. 3, 1,6; Dem. 18, 112. – Adv. φιλοδώρως, ἓν αἰτηϑεὶς πολλὰ δίδως Plat. Theaet. 146 d.