[1301] φορύσσω, = Vorigem; φορύξας αἵματι, nachdem er mit Blut bespritzt, besudelt hat, Od. 18, 336; πεφορυγμένος ἰῷ Nic. Th. 302; ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ἀλινδηϑείς 204; vgl. Opp. Cyn. 1, 381.