[1302] φραδή, ἡ, 1) Verstand, Klugheit, Erkenntniß, φραδαὶ μελλόντων τετύφλωνται Pind. Ol. 12, 9. – 2) Rath, Andeutung; Aesch. Eum. 236 Ch. 929; Παλλάδος φραδαῖσιν Eur. Phoen. 671; ἀϑανάτων φραδῄ ἐνϑάδ' ἱκάνει Theocr. 25, 52; u. a. Sp.