[1309] φροντίς, ίδος, ἡ, Sorge, Fürsorge, die einer Person oder Sache gewidmete Aufmerksamkeit, das Nachdenken; Pind. φροντίδι μητίονται P. 2, 92; φροντίδα λάβε παλαισμάτων N. 10, 22; ὑπὸ φροντίσιν γλυκυτάταις ἔϑηκε νόον Ol. 1, 19; φροντίδα κεδνὴν καὶ βαϑύβουλον ϑώμεϑα Aesch. Pers. 138; τὰ δ' ἄλλα φροντὶς ϑήσει δικαίως Ag. 886; δεῖ τοι βαϑείας φροντίδος σωτηρίου Suppl. 402; τὸ δὲ ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι, was ich begreifen kann, Soph. Phil. 851; ποῖ τις φροντίδος ἔλϑῃ O. C. 167; τίνα φροντίδα ἔχεις Eur. I. T. 137, u. öfter; φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν Ar. Eccl. 572; – auch Besorgniß, Kummer; Theogn. 1227; καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς Aesch. Pers. 157, vgl. Ag. 260. 655, u. öfter; Soph. Trach. 148; φροντίδα παρέχειν τινί Ar. Equ. 610; περί τινος, Her. 7, 205; ἐκείνοις ἴσως οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φροντίς Plat. Phaed. 101 e, sie kümmern sich nicht darum; εἰςέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φροντὶς περὶ ὧν ἔμπροσϑεν οὐκ εἰςῄει Rep. I, 330 d; ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος, um Etwas in Sorge sein, Her. 1, 111; ἐν φροντίδι γίγνεσϑαι 2, 104; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα 1, 46; Sp., ἐν φροντίδι ἔχειν τινά, Einen in Ehren halten, Parthen. 2; φροντίς ἐστιν ἐμοί; er ist mir ein Gegenstand der Sorge, Her. 6, 129; – Nachdenken, Betrachtung, εὔφημος φροντίς, andächtig stilles Nachdenken, Gebet, Soph. O. C. 132. – Ueberh. Sinnesart, Sinn, wie φρόνημα, Eur. Med. 48.