[1313] φῡκόω, 1) schminken, rothfärben, αἱ γυναῖκες φυκούμεναι Plut. Symp. 6, 7,2. – 2) mit Meergras ausstopfen, διφϑέραι πεφυκωμέναι D. Sic. 17, 45.