[1330] χαλκο-βαρής, ές, schwer von Erz od. Kupfer, ehern; ἰός Il. 15, 465 Od. 21, 423; δόρυ Od. 11, 532; σάλπιγξ Nonn. D. 10, 391; κρόταλον Ant. Th. 70 (IX, 603).