[1333] [1333] χαμαι-πετής, ές, eigtl. auf die Erde fallend, auf der Erde, im Staube liegend, niedrig; ἄνα γε μάν, δόμοι, πολὺν ἄγαν χρόνον χαμαιπετεῖς ἔκεισϑ' ἀεί Aesch. Ch. 962; u. übertr., βόαμα Ag. 894; ὑψόϑεν χαμαιπετὴς πίπτει πρὸς οὖδας Eur. Bacch. 1109; στιβάς, εὐνή, Troad. 507 Cycl. 385; χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Plat. Conv. 203 d; δένδρα Pol. 13, 10, 7; Sp.; χαμαιπετῶς ἐπαιρόμενος Luc. Icarom. 10; auch niedrig von Ausdruck, de hist. conscr. 16; – verloren gehend, vergeblich, λόγος Pind. Ol. 9, 13, ἔπος P. 6, 37.