[1342] χειμάδιον, τό, Winterwohnung, Winterquartier; χειμαδίῳ χρῆσϑαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ Dem. 4, 32; χειμάδια διαπήγνυσϑαι, Winterquartiere aufschlagen, Plut. Sertor. 6; D. Cass. 36, 4; Winterresidenz, Strab. 11, 13, 1.