[1348] χειρ-ωναξία, ἡ, ion. χειρωναξίη, Handarbeit, Handwerk, Dienst; Her. 2, 167; διπλᾶς χειρωναξίας ἔχω Aesch. Ch. 750, vgl. Prom. 45; Phryn. in B. A. 72 verwirft das Wort.