[1349] χερειότερος, poet. compar. = χερείων; Il. 2, 248; ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος 12, 220; sp. D., wie Bian. 15 (IX, 548), Opp. Hal. 3, 432.