[1358] χλευασμός, ὁ, = χλευασία; Dem. 18, 85 αἰσχύνην τῇ πόλει συμβᾶσαν ἢ χλεύασμα ἢ γέλωτα; Folgde, wie Pol. 8, 8,5 u. öfter.