[1391] ψάμμη, ἡ, seltnere Form von ψάμμος, Sand, zuerst bei Her. 4, 181 (der sonst immer ψάμμος sagt); dor. ψάμμα, Ar. Lys. 1261, οὐκ ἐλάσσους ἄνδρες τᾶς ψάμμας.