[1400] ψιμύθιον, τό, = ψίμυϑος; Ar. Plut. 1064; ψίμυϑίῳ καταπεπλασμένη Eccl. 878, vgl. 929. 1072; εἴ τίς σου ξανϑὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυϑίῳ ἀλείψειε Plat. Lys. 217 d.