[15] ἀγκοίνη, ἡ, = ἀγκάλη (ἀγκών), Hom. nur plur., dreimal, ἐν ἀγκοίνῃσι Διός, in Zeus Armen, ἰαύειν Il. 14, 213 Od. 11, 261, μιγεῖσα 11, 268; ἐκλίνϑη Theocr. 3, 44; λίνοιο Opp. Hal. 3, 34; χϑονός, der Erde Schooß, Jul. Aeg. 65 (VII, 562). Vgl. noch Apoll. Lex. H.