[23] ἀγρι-ωπός, wild blickend, ὄμμα Γοργόνος Eur. Herc. F. 990; τέρας Bacch. 542; τὸ τοῠ προςώπου ἀγρ., der wilde Blick, Plut. Mar. 14.
Brockhaus-1911: Acri
Meyers-1905: Acri
Pierer-1857: Acri