ἀδελφειός

[32] ἀδελφειός, = ἀδελφεός, ἀδελφός, Hom. viermal, stets gen., Iliad. 5, 21 περιβῆναι ἀδελφειοῠ κταμένοιο, 6, 61 ἃς εἰπὼν ἔτρεψεν (v. l. παρέπεισεν, Scholl.) ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως, 7, 120. 13, 788 ἃς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῠ φρένας ἥρως,Ep. (VII, 613).

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 32.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: