[46] ἀθλεύω, = ἀεϑλεύω, kämpfen, arbeiten, Hom. einmal, Iliad. 24, 734 ἔνϑα κεν ἔργα ἀεικέα ἐργάζοιο, ἀϑλεὐων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου; Aesch. Pr. 95; Plat. Legg. IX, 873 e.