[55] ἀικῶς, = ἀεικῶς, Hom. einmal, Iliad. 22, 336 σὲ μὲν κύνες ἠδ' οἰωνοὶ ἑλκήσουσ' ἀικῶς; Antimachus las ἑλκήσουσι κακῶς, s. Scholl.