[68] ἀκανθ-ώδης, ες, dornig, φυτόν Theophr.; voll Dornen, χῶρος Her. 1, 126; λόγοι ἀκ., spitzfindige, neben ἐρωτήσεις ἄποροι Luc. D. Mart. 10, 8.