[75] ἀκμηνός (ἀκμή), ausgewachsen, Hom. einmal, Od. 23, 191 ϑάμνος τανύφυλλος ἐλαίης ἀκμηνὸς ϑαλέϑων· πάχετος δ' ἦν ήύτε κίων; – Paus. 5, 15. 6 νύμφαι, = ἀκμάζουσαι. – Vgl. Lehrs Aristarch. p. 311.