[77] ἀκοντίζω (ἄκων), den Speer werfen; oft bei Hom., welcher es nie vom Stoße mit dem Speergebraucht; ἀνδρὸς ἀκοντίσσαντος ohne Zusatz Iliad. 4, 498; μέλεον δ' ἠκόντισαν 16, 336; ἀκόντισε δουρί4, 496; ἀκόντισε δουρὶϑοῶς 5, 533; τὼ δ' ἄρ' ὁμαρτήδην ὁμὲν ἔγχεϊ ὀξυόεντι ἵετ' ἀκοντίσσαι, ὁ δ' ἀπὸ νευρῆφιν ὀιστῷ 13, 585; Od. 8, 229 δουρὶ δ' ἀκοντίζω ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀιστῷ; τινός Il. 13, 502, δουρί τινος 13, 183, αἰχμὰς ϑαμειὰς ἀκ. ἐκ χειρῶν 12, 44, ἐφ' Ἕκτορι 16, 359, ἐς ὅμιλον Od. 22, 263, τοῦ καϑ' ὅμιλον Il. 4, 490; – Pind., Eur. u. Prosaiker; ἀκ. τὸν σῦν Her. 1, 43, τινὰ παλτῷ Xen. An. 1, 8, 19; pass. Hell. 4, 5, 13; Eur. Iph. T. 1335 ἐς ἧπαρ ἠκοντίζετο. – Eur. Or. 1234 εἴσωγῆς ἀκοντίζουσ' ἀραί, eindringen. – Bei Sp. D. vom Strahlen, Glanz verbreiten, σπινϑῆρας Nonn. 40, 305, vgl. Eur. Ion. 1155.