ἀλκτήρ

[100] ἀλκτήρ, ῆρος, ὁ, Abwehrer, Hom. fünfmal, stets an derselben Stelle des Verses, Iliad. 18, 213 αἴ κέν πως σὺν νηυσὶν ἀρῆς ἀλκτῆρες ἵκωνται, nach Didym. Scholl. Aristarch Ἄρεω; 14, 485 τῷ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν ἐνὶ μεγάροισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα λιπέσϑαι, v. l. Ἄρεως; 18, 100 ὁ μὲν μάλα τηλόϑι πάτρης ἔφϑιτ', ἐμεῖο δὲ δῆσεν ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσϑαι, v. l. Ἄρεως, Ἄρεω, Ἄρεος, nach Didym. Scholl. Aristarch Ἄρεω; Od. 14, 531. 21, 340 εἵλετο (δώσω) δ' ὀξὺν ἄκοντα κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν;Hes. Th. 657 u. öfter; νούσων, Aesculap, Pind. P. 3, 7; sp. D.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 100.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: