[104] ἀλλοίωσις, εως, ἡ, dasselbe, bei Plat. der ὁμοίωσις entgegengesetzt, Rep. V, 454 c; Arist. de gener. et corrupt. 1, 1 ἔστι γὰρ ἀλλ. ὅταν, ὑπομένοντος τοῦ ὑποκειμένου, αὶσϑητοῦ ὄντος, μεταβάλλῃ ἐν τοῖς αὑτοῦ πάϑεσιν. Oft Plut.; Pol. verb. es mit μέϑη, alienatio mentis, 3, 81, 5.