[137] ἀμφι-δάσεια (δασύς), Hom. einmal, Iliad. 15, 309 αἰγίδα ϑοῦριν δεινὴν ἀμφιδάσειαν ἀριπρεπέα, die ringsum rauhe; vgl. Scholl. Herodian.; – κόρσαι ἀμφιδάσειαι, des Marsyas, p. bei Plut. cohib. ira 6.