[188] ἀνα-θλίβω, auf-, ausdrücken, Plut. Symp. 6, 2 g. E.; ἀναϑλίβει χεύματα μαστός Marian. 2 (IX, 668); πηγαὶ ἀναϑλίβοιντο γάλακτος Ant. Sid. 72 (VII, 23).