[211] ἀνα-τλῆναι, fut. ἀνατλήσομαι, aushalten, vertragen, φάρμακα, den Zaubertrank, Od. 10, 327; 14, 47 κήδεα, 3, 104 ὀιζύν, 16, 205 πολλὰ δ' ἀνατλάς v. l. ἀληϑείς; πολύϑρηνον αἰῶνα Aesch. Ag. 698 u. sonst; auch in Prosa.