[252] ἀντι-κατ-αλλάττομαι, 1) dagegen eintauschen, τί τινος, τὴν κοινὴν σωτηρίαν τῶν τοῦ κρινομένου λόγων Din. 1, 2; Arist. rhet. 3, 15; Sp., wie Plut. adv. [252] St. 11; ἀντί τινος, dafür hingeben, ψυχὴν ἀντὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας Lycurg. 88; Arist. Eth. 8, 6; Pol. 2, 42; ὑπέρ τινος τὸ ζῆν ἀντικαταλλάξασϑαι Isocr. 5, 135. – 2) ἀντικαταλλαγῆναίτινι, sich mit Jemandem aussöhnen, Pol.15, 20.