[221] ἀν-έλεγκτος, unwiderleglich, μαντεία, λόγοι ἀν. καὶ ἀκίνητοι, Plat. Apol. 22 a Tim. 29 b; nicht widerlegt, Theaet. 154 d u. sonst; ununtersucht, τοῦτο τὸ δόγμα ἀδύνατον ἀν. γίγνεσϑαι Phil. 41 b. – Adv., Plut.