[190] ἀν-αίρω (s. ἀναείρω), emporheben, med. ἐκ βάϑρων Eur. I. T. 1204; Ἕως λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται El. 102; ἀναρϑείς, in den Himmel gehoben, Ep. ad. 6 (XII, 67).