[220] ἀν-ειμένως, losgelassen, zügellos, διαιτᾶσϑαι, Ggstz ἐπίπονος ἄσκησις, Thuc. 2, 39; πίνειν καὶ ϑορυβεῖν Xen. Cyr. 4, 5, 8. Vgl. ἀνίημι.